- ημερ(ο)-
- (AM ἡμερ(ο)-)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας.ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιοαρχ.ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής, ημεροθαλλής, ημεροθηρικός, ημεροκαλλές, ημεροκατάλλακτον, ημεροκλέπτης, ημερόκοιτος, ημερολεγδόν, ημερολογικά, ημερολογώ, ημερομαντεία, ημεροπόσιον, ημεροσκοπείον, ημεροσκόπια, ημεροσκοπώ, ημεροτροφίς, ημεροφανής, ημερόφαντος, ημερόφοιτος, ημεροφυλακώ, ημεροφύλαξ, ημερόφωνος, ημερωρώαρχ.-μσν.ημεροδρόμος, ημεροσκόπος, ημεροφαήςμσν.ημεράρχης, ημεραυγής, ημεροβίγλιον, ημερόδοτος, ημεροκάματον, ημεροκράτωρ, ημερολόγος, ημερομισθώ, ημερονόμος, ημεροφυλάκιοννεοελλ.ημεραλωπία, ημεραργία, ημεροβιίδες, ημεροδάνεισμα, ημεροδείκτης, ημεροδρομία, ημερολογιακός, ημερομήνια, ημερομηνία, ημερομίσθιο(ς), ημερονύκτιο(ς), ημερόνυκτον].
Dictionary of Greek. 2013.